Η λοίμωξη από το νέο κορωνοϊό (COVID-19) έχει συσχετιστεί με εκδηλώσεις από τη στοματική κοιλότητα, με ποιο γνωστές τις διαταραχές γεύσης, δηλαδή την αγευσία, την υπογευσία, και τη δυσγευσία. Πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας μελέτησε τον επιπολασμό των σημείων και συμπτωμάτων της COVID-19 στο στόμα (dos Santos et al. Oral Manifestations in Patients with COVID-19: A Living Systematic Review. J Dent Res DOI:10.1177/0022034520957289). Η μελέτη είναι μία living systematic review που θα επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες επί 2 χρόνια, προκειμένου να ενσωματώνει τα νέα ευρήματα που προκύπτουν για την COVID-19.
Οι διαταραχές της γεύσης μελετήθηκαν σε 31 μελέτες που αφορούσαν 10.220 ασθενείς, και οι βλάβες του βλεννογόνου σε 7 μελέτες με 8 ασθενείς. Οι μελέτες είχαν δημοσιευθεί μέχρι τις 6 Ιουνίου 2020 και οι περισσότερες προέρχονταν από την Ευρώπη (57,5%). Σε όλους τους ασθενείς είχε γίνει εργαστηριακή επιβεβαίωση της COVID-19. Ο επιπολασμός των διαταραχών της γεύσης ήταν 45%, με συχνότερη τη δυσγευσία (38%) και λιγότερο συχνές τη υπογευσία (35%) και την αγευσία (24%). Ήταν πιο συχνές σε γυναίκες ασθενείς από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, με ήπιας ή μέσης βαρύτητας νόσο. Η μέση διάρκεια του συμπτώματος ήταν 15 ημέρες και οι περισσότεροι ασθενείς ανέρρωσαν πλήρως. Οι βλάβες του βλεννογόνου που είχαν τη μορφή φυσαλίδων, ελκοδιαβρώσεων, κηλίδων ή πλακών, διάχυτων ή εντοπισμένων σε διάφορες θέσεις.
Συμπερασματικά, φαίνεται πως οι διαταραχές της γεύσης είναι συχνές στην COVID-19, και καθώς είναι πρώιμο σύμπτωμα που αναγνωρίζεται εύκολα θα μπορούσε να συμβάλει στην έγκαιρη διάγνωση ασθενών με ήπιας ή μέτριας βαρύτητας COVID-19. Αντίθετα, οι βλάβες του στοματικού βλεννογόνου πιθανώς συνιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, συνλοιμώξεις, ή συνέπειες της έκπτωσης του ανοσοποιητικού συστήματος των ασθενών με COVID-19.